- ἀμάρας
- ἀμάρᾱς , ἀμάραtrenchfem acc plἀμάρᾱς , ἀμάραtrenchfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμαρήιον ύδωρ — ἀμαρήιον ὕδωρ (Α) [ἀμάρα] το νερό τής αμάρας, νερό που κυλά μέσα από τον οχετό … Dictionary of Greek
λεπιδωτά — Μεγάλη τάξη ερπετών η οποία υποδιαιρείται σε τρεις υποτάξεις, των οφιδίων, των αμφισβαινίων και των σαυροειδών. Η επιστημονική της ονομασία είναι Squamata. Παλαιότερα τα λ. θεωρούνταν μία ομάδα, στην οποία οι τρεις αυτές υποτάξεις είχαν τη θέση… … Dictionary of Greek
ολοθουρία — (holothurius). θαλάσσιο εχινόδερμα της τάξης των ασπιδοχειρωτών της ομοταξίας των ολοθουροειδών. Με το κυλινδρικό σχήμα του σώματος και το ατρακτοειδές σχήμα των άκρων τους, πολλά είδη ο. ονομάζονται συνήθως αγγούρια της θάλασσας. Εξωτερικά, η ο … Dictionary of Greek
πυροσώματα — Χιτωνόζωα που αποτελούν τάξη της ομοταξίας των θαλειοειδών. Οι πλαγκτονικοί αυτοί οργανισμοί έχουν μέσο μήκος 5 χιλιοστά και αποτελούν αποικίες σωληνοειδούς σχήματος· ο σωλήνας είναι διαφανής, κλειστός από τη μια άκρη και έχει γενικά μήκος που… … Dictionary of Greek
ԱՂԲԱՆՈՑ — (ի, աց.) NBH 1 0035 Chronological Sequence: Early classical գ. Տեղի աղբոյ եւ աղտեղութեանց. կերիզ: Իսկ անցք նոցա՝ ԱՌՈՒ ԱՂԲԱՆՈՑԱՑ. ἁμαρὰ կամ ὁχετὸς ἁμάρας cloaca *Զբերանն եւ զաչս եւ զամենայն անդամսն առհասարակ առուս աղբանոցաց գործէ. Ոսկ. մ. ՟Գ. 4 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)